πυρκαϊά

πυρκαϊά
η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α
φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους»)
αρχ.
1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς
2. εμπρησμός, πυρπόληση
3. υπολείμματα φωτιάς
4. μτφ. ερωτική φλόγα
5. στον πληθ. αἱ πυρκαϊαί
παραφυάδες άγριας ελιάς που φυτρώνουν από τους καμένους κορμούς αυτού τού δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ- + θ. κα- τού καίω + κατάλ. -ιᾱ (πρβλ. ανθρακ-ιά). Παρλλ. προς τον τ. πυρκαϊά απαντά και το επίθ. πυρκαϊός καθώς και ένας τ. πυρκαεύς με επίθημα -εύς, ο οποίος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. pukawo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρκαιά — πυρκαϊά̱ , πυρκαιά funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρκαϊά̱ , πυρκαιά funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυρκαιός for burnt offerings neut nom/voc/acc pl πυρκαιά̱ , πυρκαιός for burnt offerings fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρκαιᾷ — πυρκαϊᾷ , πυρκαιά funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) πυρκαιός for burnt offerings fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρκαιάν — πυρκαϊά̱ν , πυρκαιά funeral pyre fem acc sg (attic doric ionic aeolic) πυρκαιά̱ν , πυρκαιός for burnt offerings fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρκαιάς — πυρκαϊά̱ς , πυρκαιά funeral pyre fem acc pl (ionic) πυρκαιά̱ς , πυρκαιός for burnt offerings fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… …   Dictionary of Greek

  • АРЕОПАГ —    • Άρειος πάγος, ό,        1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика;        2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… …   Реальный словарь классических древностей

  • INCENSUM — recentioris Latinitatis auctoribus, idem quod θυμίαμα Uranio in Arabicis, apud Steph. ubi tus hoc nomine per excellentiam denotatur, quod hodieque Eucens Galli vocant: alias in genere pro suffimento. Cuiusmodi suffimentorum s. thymiamatum usus in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρκαεύς — έως, ὁ, Α 1. εμπρηστής, πυρπολητής 2. φρ. α) «Ναύπλιος πυρκαεύς» τίτλος δράματος τού Σοφοκλέους β) «Προμηθεὺς πυρκαεύς» τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυρκαϊά] …   Dictionary of Greek

  • πυρκαϊάζω — Μ [πυρκαϊά] 1. βάζω μεγάλη φωτιά, προκαλώ πυρκαγιά 2. μτφ. φλέγομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”